λιγυάοιδος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A clear-singing, Arc.86.
German (Pape)
[Seite 43] hell singend, Arcad. p. 86, 23.
Greek (Liddell-Scott)
λιγυάοιδος: -ον, ὁ εὐκρινῶς ἢ λιγυρῶς ᾄδων, Ἀρκάδ. σ. 86. 23.
Greek Monolingual
λιγυάοιδος, -ον (Α)
αυτός που τραγουδά δυνατά ή καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ἀοιδός «τραγουδιστής»].