τραγουδιστής

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. τραγουδίστρια Ν
αυτός που τραγουδά και, κυρίως, αυτός που είναι καλλίφωνος ή είναι επαγγελματίας αοιδός («να μάθει τον τραγουδιστή, ποιος είναι να κατέχει», Β. Κορνάρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].