συνεκκαίδεκα

Revision as of 16:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A sixteen together, by sixteens, D.18.104.

German (Pape)

[Seite 1012] je sechszehn, immer sechszehn zusammen, Dem. 18, 104.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκαίδεκα: δεκαὲξ ὁμοῦ, κατὰ δεκαέξ, Δημ. 260, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
seize ensemble, seize par seize.
Étymologie: σύν, ἑκκαίδεκα.

Greek Monolingual

Α
1. δεκαέξι μαζί
2. ανά δεκαέξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκαίδεκα «δεκαέξι» (πρβλ. συν-τρεῖς)].

Greek Monotonic

συνεκκαίδεκα: δεκαέξι μαζί, ανά δεκαέξι μαζί, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκκαίδεκα telw. indecl. met zestien tegelijk.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκαίδεκα: по шестнадцати Dem.

Middle Liddell


sixteen together, by sixteens, Dem.