ἀνόλεθρος

Revision as of 16:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A not ruined, having escaped ruin, Il.13.761.

German (Pape)

[Seite 240] 1) nicht zu Grunde gerichtet, dem Verderben entronnen, Il. 13, 761 οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέθρους, vgl. Schol. Aristonic. – 2) akt., nicht verderbend (?), vgl. ἀνώλεθρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόλεθρος: -ον, ὁ μὴ παθὼν ὄλεθρον, ὁ μὴ ἐξολοθρευθείς, Ἰλ. Ν. 761, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἀνώλεθρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas subi de dommage, qui n’a pas péri.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.

English (Autenrieth)

untouched by destruction, pl., Il. 13.761†.

Spanish (DGE)

-ον
libre de la ruina τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι ... ἀνολέθρους Il.13.761.

Greek Monolingual

ἀνόλεθρος, -ον (Α)
αυτός που γλύτωσε τον όλεθρο, την καταστροφή.

Greek Monotonic

ἀνόλεθρος: Επικ. αντί ἀνώλεθρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόλεθρος: избежавший гибели, невредимый Hom.