βαρυφωνία

Revision as of 16:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A deepness of voice, a bass voice, Hp.Aër.8, Alex.311, Arist.GA786b35.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ. tiefe Stimme, Hippocr.; Arist. gen. an. 5, 7; Alexis Poll. 2, 112.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠφωνία: ἡ, βαρύτηςβάθος φωνῆς , τὸ νὰ εἶναί τις βᾰρύφωνος, Ἵππ. π. Ἀέρ.285,Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 51, Ἀριστ. π. Ζ.Γ.5.7,9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): βαρυφωνίη Hp.Aër.8
voz grave Hp.l.c., Alex.311, Arist.GA 786b35.

Greek Monolingual

βαρυφωνία και ιων. τ. -ίη, η (Α) βαρύφωνος
το να έχει κανείς βαριά φωνή, με χαμηλούς φθόγγους.

Russian (Dvoretsky)

βαρυφωνία: ἡ низкий тембр Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυφωνία -ας, ἡ, Ion. βαρυφωνίη βαρύφωνος diepe, zware, lage stem.