βαρυφωνία

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠφωνία Medium diacritics: βαρυφωνία Low diacritics: βαρυφωνία Capitals: ΒΑΡΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: baryphōnía Transliteration B: baryphōnia Transliteration C: varyfonia Beta Code: barufwni/a

English (LSJ)

Ion. βαρυφωνίη, ἡ, deepness of voice, a bass voice, Hp.Aër.8, Alex.311, Arist.GA786b35.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): βαρυφωνίη Hp.Aër.8
voz grave Hp.l.c., Alex.311, Arist.GA 786b35.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ. tiefe Stimme, Hippocr.; Arist. gen. an. 5, 7; Alexis Poll. 2, 112.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυφωνία -ας, ἡ, Ion. βαρυφωνίη βαρύφωνος diepe, zware, lage stem.

Russian (Dvoretsky)

βαρυφωνία:низкий тембр Arst.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠφωνία: ἡ, βαρύτηςβάθος φωνῆς, τὸ νὰ εἶναί τις βᾰρύφωνος, Ἵππ. π. Ἀέρ.285,Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 51, Ἀριστ. π. Ζ.Γ.5.7,9.

Greek Monolingual

βαρυφωνία και ιων. τ. -ίη, η (Α) βαρύφωνος
το να έχει κανείς βαριά φωνή, με χαμηλούς φθόγγους.