ἐξουσιαστής

Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mighty one, person in authority, LXXIs.9.6(5), Cat.Cod.Astr.5(3).86, PGen.53.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, der Machthaber, LXX. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσιαστής: -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής)
αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).