σιδηρεύς

Revision as of 17:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. χαλκ-εύς)].

Greek Monotonic

σῐδηρεύς: -έως, ὁ, αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός, σιδεράς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρεύς: έως ὁ кузнец Xen.

Middle Liddell

σῐδηρεύς, έως, ὁ,
a worker in iron, a smith, Xen.