ἰατήριον
English (LSJ)
Ion. ἰητήριον, τό,
A mode of cure, cure, Hp.Epid.2.3.7 (cf. 6.2.4), Aret. CA1.4; ἰητήρια νούσων Q.S.7.61.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτήριον: Ἰων. ἰητήριον, τό, τρόπος θεραπείας, θεραπεία, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἰητήρια νούσων Κόϊντ. Σμ. 7. 62.