πολύστροιβος

Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

ον,

   A much-tossed, tempestuous, θάλασσα, Νεῖλος, Nic.Al.6, Th. 310.

Greek Monolingual

-ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. πολύστροβος, Α
(για θάλασσα, ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, ταραχώδης, τρικυμιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στρόβος «συστροφή, περιστροφή»].