πολύστροιβος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστροιβος Medium diacritics: πολύστροιβος Low diacritics: πολύστροιβος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΡΟΙΒΟΣ
Transliteration A: polýstroibos Transliteration B: polystroibos Transliteration C: polystroivos Beta Code: polu/stroibos

English (LSJ)

πολύστροιβον, much-tossed, tempestuous, θάλασσα, Νεῖλος, Nic.Al.6, Th. 310.

Greek Monolingual

-ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. πολύστροβος, Α
(για θάλασσα, ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, ταραχώδης, τρικυμιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στρόβος «συστροφή, περιστροφή»].