σκυτεῖον

Revision as of 19:10, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A shoemaker's workshop, Hp. Epid.4.20, Teles p.46 H., Vit.Hom.9.

German (Pape)

[Seite 908] τό, Schusterwerkstätte, Sp., wie Schol. Luc. Necyom. 17.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεῖον: τό, ἐργαστήριον σκυτοτόμου, ὑποδηματοποιεῖον, Τέλης παρὰ Στοβ. 95. 21, Βίος Ὁμ. 9.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυτεύς
το εργαστήρι του σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτεῖον: τό сапожная мастерская Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτεῖον -ου, τό [σκυτεύς] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.