υποδηματοποιείο

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

το, Ν
κατάστημα ή εργαστήριο υποδηματοποιού, παπουτσήδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοποιός. Η λ. στον λόγιο τ. ὑποδηματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].