ζωγραφεῖον
English (LSJ)
τό,
A painter's studio, Plu.2.471f.
German (Pape)
[Seite 1142] τό, Malerwerkstatt, Plut. tranquill. an. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρᾰφεῖον: τό, ἐργαστήριον ζωγράφου, Πλούτ. 2. 471F.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de peinture.
Étymologie: ζωγράφος.
Greek Monolingual
ζωγραφεῑον, τὸ (Α) ζωγράφος
εργαστήρι ζωγράφου.
Russian (Dvoretsky)
ζωγρᾰφεῖον: τό мастерская живописца Plut.