παππεπίπαππος

Revision as of 19:15, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, one's

   A grandfather's grandfather, Nicopho 22, = Philonid.15.

German (Pape)

[Seite 466] ὁ, der Urgroßvater, Poll. 3, 18 aus Philonid. com. angeführt, aber als δεινῶς ἰδιωτικόν bezeichnet.

Greek (Liddell-Scott)

παππεπίπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πάππος, Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρβλ. φαυλεπίφαυλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο παππούς του παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + ἐπὶ + πάππος.