παππούς

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

ο
1. ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο πάππος
2. γέροντας, ηλικιωμένος
3. στον πληθ. οι παππούδες
οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι
4. παροιμ. «έλα, παππού, να σού δείξω τ' αμπελοχώραφά σου» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να διδάξουν τους πεπειραμένους ή τους ειδήμονες σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππους < παππούας < παππίας με επίδραση του πάππος.