κορδύλειος

Revision as of 11:11, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῡ], α, ον</b>" to "ῡ], α, ον")

English (LSJ)

[ῡ], α, ον,

   A made from κορδύλη 111, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.

Greek Monolingual

κορδύλειος, -εία, -ον (Α) κορδύλη
κατασκευασμένος από το είδος τον(ν)ου σκορδύλη («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.).