[ῡ], α, ον,
A made from κορδύλη 111, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.
κορδύλειος, -εία, -ον (Α) κορδύληκατασκευασμένος από το είδος τον(ν)ου σκορδύλη («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.).