βιαιότης

Revision as of 14:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A violence, β. καὶ παρανομία Antipho 5.8, And.4.10, cf. Lys.23.11.

German (Pape)

[Seite 444] ητος, ἡ, Gewaltthätigkeit, Antiph. 5, 8; Andoc. 4, 10 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βιαιότης: -ητος, ἡ, σφοδρότης, ἀνάγκη, βία, Ἀντιφῶν 130. 16, Ἀνδοκ. 30. 17.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
violencia β. καὶ παρανομία Antipho 5.8, And.4.10, cf. Lys.23.11, Plu.2.565d.

Russian (Dvoretsky)

βιαιότης: ητος ἡ Plut. = βιασμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιαιότης -ητος, ἡ βίαιος gewelddadigheid.

English (Woodhouse)

force