κιόκρανον

Revision as of 14:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό,

   A capital of a column, IG12.372.29, 11(2).199A41 (Delos, iii B.C.), Pl.Com.72, X.HG4.4.5, Chor.p.84B.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, = κιονόκρανον; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.

Greek (Liddell-Scott)

κῑόκρᾱνον: τό, κιονόκρανον, «κολωνοκέφαλον», Συλ. Ἐπιγρ. 160. 29, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 4, ἔνθα ἴδε Meineke, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, ἔνθα ἴδε Λ. Δινδ.· πρβλ. κιονόκρανον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
p. dissimil. p. κιονόκρανον.

Greek Monolingual

κιόκρανον, τὸ (Α)
κιονόκρανο («πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπὸ τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από κιονό-κρανον με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), αν και ο τ. κιονόκρανον είναι μεταγενέστερος].

Greek Monotonic

κῑόκρᾱνον: τό (κίων, κράνιον), κιονόκρανο, «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῑόκρᾱνον: Diod. κῑονόκρανον τό капитель колонны Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιόκρανον -ου, τό [κίων, κρανίον] kapiteel.

Middle Liddell

κῑό-κρᾱνον, ου, τό, κίων, κράνιον
the capital of a column, Xen.

English (Woodhouse)

of a pillar