δρεπανουργός

Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ,

   A sword-maker, armourer, Pherecr.130.2, Ar.Pax 548.

German (Pape)

[Seite 666] ὁ, der Sichelmacher, -schmied, Ar. Pax 548; Phereer. bei Ath. VI, 269 c.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνουργός: ὁ, (*ἔργω) δρεπανοποιός, Φερεκρ. Πέρσ. 1. 2, Ἀριστοφ. Εἰρ. 548.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de faux.
Étymologie: δρέπανον, ἔργον.

Spanish (DGE)

(δρεπᾰνουργός) -οῦ, ὁ
fabricante de hoces Pherecr.137.2, Ar.Pax 548.

Greek Monolingual

δρεπανουργός, ο (Α)
δρεπανοποιός.

Greek Monotonic

δρεπᾰνουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει δρεπάνια ή ξίφη, κατασκευαστής όπλων, οπλοποιός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δρεπᾰνουργός: ὁ серповщик Arph.

Middle Liddell

δρεπᾰν-ουργός, ὁ, n [*ἔργω
a sword-maker, armourer, Ar.

English (Woodhouse)

scythemaker