τοξοτευχής

Revision as of 14:52, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ές,

   A armed with the bow, A.Supp.288.

German (Pape)

[Seite 1128] ές, mit Bogen und Pfeilen gerüstet, Aesch. Suppl. 285.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοτευχής: -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
armé d’un arc.
Étymologie: τόξον, τεύχω.

Greek Monolingual

-ές, Α
οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -τευχής (< τεῦχος, το), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Russian (Dvoretsky)

τοξοτευχής: вооруженный луком Aesch.

English (Woodhouse)

armed with the bow