ἀνακούφισις

Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A relief, κακῶν S.OT 218.

German (Pape)

[Seite 193] ἡ, Erleichterung, κακῶν, von Uebeln, Soph. O. R. 218.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις ἀπό τινος πράγμ., κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 218.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allégement.
Étymologie: ἀνακουφίζω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ alivio κακῶν S.OT 218.

Greek Monotonic

ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ελάφρυνση, απαλλαγή από κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακούφῐσις: εως ἡ облегчение (κακῶν Soph.).

Middle Liddell

[from ἀνακουφίζω
relief from a thing, c. gen., Soph.

English (Woodhouse)

alleviation, means of assuaging, relief from, rest from