ἐχθροδαίμων

Revision as of 15:40, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A hated of the gods, S.OT816.

German (Pape)

[Seite 1125] ονος, den Göttern verhaßt, unglückselig, Soph. O. R. 816.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθροδαίμων: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν μισούμενος, θεομισής, τίς ἐχθροδαίμων μᾶλλον ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Σοφ. Ο. Τ. 816.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
haï des dieux ; infortuné.
Étymologie: ἐχθρός, δαίμων.

Greek Monolingual

ἐχθροδαίμων, -ον (Α)
αυτός που μισείται από τους θεούς, ο θεομίσητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + δαίμων.

Greek Monotonic

ἐχθροδαίμων: -ον, θεομίσητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθροδαίμων: 2, gen. ονος ненавистный богам, преследуемый богами: τίς ἐ. μᾶλλον ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ; Soph. существует ли человек, которого боги ненавидели бы больше?

Middle Liddell

hated of the gods, Soph.

English (Woodhouse)

abominable, hated by the gods