ὑψηλόκρημνος

Revision as of 15:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].

Greek Monotonic

ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).

Middle Liddell

ὑψηλό-κρημνος, ον,
with lofty cliffs, Aesch.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep, high and craggy