lofty
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ὑψηλός, V. ὑψιγέννητος, ὑψαύχην, ὀρθόκρανος; see high.
raised in air: Ar. and P. μετέωρος, Ar. and V. μετάρσιος.
exalted: P. and V. λαμπρός, ἐπίσημος, ἐκπρεπής, διαπρεπής, ὑψηλός (Plato).
proud: P. and V. σεμνός, P. ὑπερήφανος, V. ὑψήγορος. ὑπέρκοπος, Ar. and V. γαῦρος; see proud.