ὑψηλόκρημνος

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόκρημνος Medium diacritics: ὑψηλόκρημνος Low diacritics: υψηλόκρημνος Capitals: ΥΨΗΛΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlókrēmnos Transliteration B: hypsēlokrēmnos Transliteration C: ypsilokrimnos Beta Code: u(yhlo/krhmnos

English (LSJ)

ὑψηλόκρημνον, with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

German (Pape)

mit hohen Abhängen od. Ufern, πέτραι Aesch. Prom. 5.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύκρημνος)].

Greek Monotonic

ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑψηλό-κρημνος, ον,
with lofty cliffs, Aesch.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep, high and craggy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)