ἀκρόβολος

Revision as of 12:46, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον, Pass.,

   A struck from afar, A.Th.158.    II ἀκρο-βόλος, ὁ, one who throws from afar, skirmisher, IG5(1).1426.10 (Messene, iv/iii B. C.), Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόβολος: -ον, παθ. ὁ μακρόθεν πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 158. ΙΙ. ἀκροβόλος, ὁ, ὁ μακρόθεν βάλλων, «ἀκοντιστής, τοξότης», Ἡσύχ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de loin.
Étymologie: ἄκρος, βάλλω.

Greek Monotonic

ἀκρόβολος: -ον (βάλλω), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από μακριά, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ἀκροβόλος, (παροξ.) , τοξότης, ακοντιστής.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόβολος: поражаемый сверху (ἐπάλξεις Aesch.).

Middle Liddell

βάλλω
pass., struck from afar, Aesch.