νυκτίρεμβος

Revision as of 14:03, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11 : wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.

Greek Monolingual

νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].