εὐορκησία
English (LSJ)
ἡ,
A fidelity to one's oath, Alexand.Com. 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐορκησία: ἡ, τὸ εὐορκεῖν, Ἀλέξανδρος ἐν «Ἑλένῃ» 1· πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 513.
ἡ,
A fidelity to one's oath, Alexand.Com. 2.
εὐορκησία: ἡ, τὸ εὐορκεῖν, Ἀλέξανδρος ἐν «Ἑλένῃ» 1· πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 513.