αὐλίδιον

Revision as of 14:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

τό, Dim. of αὐλή,

   A place of athletic exercises, ring, Thphr. Char.5.9.    II (αὐλός) small tube, Alex.Trall.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ αὐλή· τόπος ἔνθα ἐγίνοντο ἀθλητικαί ἀσκήσεις καὶ ἐπιδείξεις ῥώμης, Θεοφρ. Χαρ. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ αὐλὸς) μικρὸς σωλήν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 6, σ. 61.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 tubo pequeño αὐλίδιόν τινες ἐμβάλοντες τῇ ἀκοῇ Alex.Trall.2.97.7, cf. Sch.D.T.227.21.
2 dim. de αὐλή patio pequeño, PNess.31.3, 41 (VI d.C.).

Greek Monotonic

αὐλίδιον: τό, υποκορ. του αὐλή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[Dim. of αὐλή, Theophr.]