κέντο
English (LSJ)
Dor.for κέλετο, Alcm.141.
German (Pape)
[Seite 1418] = κέλετο, Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική ξιφομαχίας με ξύλινα ξίφη που έχει την προέλευσή της στις μεθόδους με τις οποίες αγωνίζονταν οι σαμουράι.