καλλίροος

Revision as of 18:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, poet. for καλλίρροος (q. v.):—also καλλῐρόας, B. 10.26,96, Inscr.Prien.376.

German (Pape)

[Seite 1311] dasselbe, vgl. καλλίῤῥοος; Od. 5, 441. 17, 206; Δίρκη Pind. I. 7, 19; πνοαί, vom Flötenspiel, Ol. 6, 83.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίροος: ον ποιητ. ἀντὶ καλλίρροος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

c. καλλίρροος.

English (Slater)

1 flowing beautifully μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα (-αισιν Π: -οισι codd.) (O. 6.83) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ (I. 8.19)

Greek Monolingual

καλλίροος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. καλλίρρους.

Greek Monotonic

καλλίροος: -ον, ποιητ. αντί καλλίρροος.

Russian (Dvoretsky)

καλλίροος: = καλλίρροος.