κάλλιπε

Revision as of 18:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν,

   A v. καταλείπω.

German (Pape)

[Seite 1310] d. i κατέλιπε.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.

English (Autenrieth)

see καταλείπω.

Greek Monotonic

κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.