κάλλιπε

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλῐπε Medium diacritics: κάλλιπε Low diacritics: κάλλιπε Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕ
Transliteration A: kállipe Transliteration B: kallipe Transliteration C: kallipe Beta Code: ka/llipe

English (LSJ)

Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν, v. καταλείπω.

German (Pape)

[Seite 1310] d. i κατέλιπε.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.

English (Autenrieth)

see καταλείπω.

Greek Monotonic

κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.