κυρσερίδες

Revision as of 18:46, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. κυρσός,

   A gibberosus, Gloss.

Greek Monolingual

κυρσερίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από κυρσέρα, με πιθ. επίδραση του κρησέρα «κόσκινο»].