σπανία

Revision as of 19:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,= σπάνις, E.Rh.245 (lyr.), D.S.24.1, Phot.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, = σπάνις, Mangel, VLL.; Jac. A. P. 201. S. auch σπάνιος.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνία: ἡ, = σπάνις, Εὐρ. Ρῆσ. 245, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 91, Φώτ.

Greek Monolingual

ἡ, Α σπάνιος
σπανιότητα, σπάνις.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνία: ἡ редкость, недостаток, нехватка, скудость (τῶν ἀγαθῶν Eur.; τῶν τροφῶν Diod.).