ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
η / σπανιότης, -ητος, ΝΑ σπάνιος1. το να είναι κάτι σπάνιο2. έλλειψη, ανεπάρκεια.