σπανία
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἡ, = σπάνις, E.Rh.245 (lyr.), D.S.24.1, Phot.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, = σπάνις, Mangel, VLL.; Jac. A. P. 201. S. auch σπάνιος.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰνία: ἡ редкость, недостаток, нехватка, скудость (τῶν ἀγαθῶν Eur.; τῶν τροφῶν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνία: ἡ, = σπάνις, Εὐρ. Ρῆσ. 245, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 91, Φώτ.
Greek Monolingual
ἡ, Α σπάνιος
σπανιότητα, σπάνις.