σπιθίαι

Revision as of 19:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

σανίδες νεώς, Hsch. σπίκανον· σπάνιον, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπιθίαι: «σανίδες νεὼς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σανίδες νεώς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη λ. σπιθαμή.