στρεψηλάκατος

Revision as of 19:32, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰκ], ον,

   A turning the spindle, epith. of δαίμονες, PMag.Par.1.1358.

Spanish

que hace girar el eje

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. -στρεψ-α του στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ-ηλάκατος)].