στλέγγιστρον

Revision as of 19:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,= στλεγγίς, EM725.48 in marg., in forms στέλγ- and στέργ-.

German (Pape)

[Seite 945] τό, seltener στέλγιστρον, = στλεγγίς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στλέγγιστρον: τό, = στλεγγίς, Γλωσσ. ἐν τῷ τύπῳ στέλγ-.

Greek Monolingual

και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α
στλεγγίδα, ξύστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κόμισ-τρον)].