στέλγιστρον
From LSJ
English (LSJ)
v. στλέγγιστρον.
German (Pape)
[Seite 933] τό, = στλέγγιστρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στλέγγιστρον.
Full diacritics: στέλγιστρον | Medium diacritics: στέλγιστρον | Low diacritics: στέλγιστρον | Capitals: ΣΤΕΛΓΙΣΤΡΟΝ |
Transliteration A: stélgistron | Transliteration B: stelgistron | Transliteration C: stelgistron | Beta Code: ste/lgistron |
v. στλέγγιστρον.
[Seite 933] τό, = στλέγγιστρον.
τὸ, Α
βλ. στλέγγιστρον.