τετραΐστορον
English (LSJ)
τό,
A group of four ἱστορίαι, Tz.H.2.868.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
άθροισμα τεσσάρων ιστοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἵστωρ, -ορος (πρβλ. και ἱστορία)].
τό,
A group of four ἱστορίαι, Tz.H.2.868.
τὸ, Μ
άθροισμα τεσσάρων ιστοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἵστωρ, -ορος (πρβλ. και ἱστορία)].