τρίενος

Revision as of 20:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (ἔνος (A))

   A within three years, Thphr.HP4.11.5; three-year-old, βοῦς Orac. in IGRom.4.360.32 (Pergam., ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1142] dreijährig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τρίενος: -ον, (ἔνος) τριετής, γίνεσθαι δέ φασι τρίενόν τε χρήσιμον Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 66.

Greek Monolingual

-ον, Α
τριετήςγίγνεσθαι δὲ φασι τρίενόν τε χρήσιμον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ενος (< IE en- «έτος», βλ. λ. ἐνιαυτός), πρβλ. και ἔνος.