τέγη

Revision as of 20:08, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A = στέγη, τέγος, D.C.39.61 (τέγναις codd.), Hsch.    2 = τέγος 111, Vett.Val.121.32.

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, = στέγη, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τέγη: ἡ, = στέγη, τέγος, Δίων Κ. 39. 61· «τέγη· στέγη, οἴκημα· Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέγη
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω (< ΙΕ ρίζα steg-) + κατάλ. -η χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. και στέγη)].