ἐνιαυτός,
A with four turning-points, PMag.Lond. 122.79.
-ον, ΜΑμσν.τετραπλόςαρχ.αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρόπος (πρβλ. πεντά-τροπος)].