κισσαβίζω

Revision as of 20:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

Att. κιττ-,

   A scream like a jay, Poll.5.90.

German (Pape)

[Seite 1442] att. κιτταβίζω, wie der Häher schreien, Poll. 5, 90.

Greek (Liddell-Scott)

κισσᾰβίζω: Ἀττ. κιττ-, κράζω ὡς κίσσα, Πολυδ. Ε΄, 90.

Greek Monolingual

κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α)
φωνάζω σαν κίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω.