προπράτης

Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A = προπώλης, Lys.Fr.329:—also προ-πράτωρ, ορος, ὁ, Is.Fr.168, Gloss.

German (Pape)

[Seite 741] ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.

Greek (Liddell-Scott)

προπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = προπώλης, Λυσί, παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πράτης].

Russian (Dvoretsky)

προπράτης: ου (ᾱ) ὁ перепродавец Lys.