προπράτης
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A = προπώλης, Lys.Fr.329:—also προ-πράτωρ, ορος, ὁ, Is.Fr.168, Gloss.
German (Pape)
[Seite 741] ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.
Greek (Liddell-Scott)
προπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = προπώλης, Λυσί, παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.
Greek Monolingual
ὁ, Α
προπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πράτης].
Russian (Dvoretsky)
προπράτης: ου (ᾱ) ὁ перепродавец Lys.