πώρωμα

Revision as of 20:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hardened part, callus, Hp.Fract.47, Poll.4.203.

German (Pape)

[Seite 828] τό, verhärteter Theil, Verhärtung, Sp., bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πώρωμα: τό, μέρος ἐσκληρυμένον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 779, Πολυδ. Δ΄, 203.

Greek Monolingual

το, ΝΑ [[πωρῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
η πώρωση
αρχ.
κάλος, τύλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πώρωμα -ατος, τό [πωρόω] botherstel.