πώρωση
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
η / πώρωσις, -ώσεως, ΝΑ [[πωρῶ, -ώνω]]
1. απολίθωση
2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου
3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος».